- δικαιοκρίτης
- δικαιο-κρίτης, ὁ, gerechter Richter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικαιοκρίτης — righteous judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτης — ο (AM δικαιοκρίτης) δίκαιος κριτής … Dictionary of Greek
δικαιοκρίτης — ο ο δίκαιος δικαστής: Αυτός ο δικαστής έχει τη φήμη μεγάλου δικαιοκρίτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοκρίται — δικαιοκρίτης righteous judge masc nom/voc pl δικαιοκρίτᾱͅ , δικαιοκρίτης righteous judge masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτην — δικαιοκρίτης righteous judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτου — δικαιοκρίτης righteous judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτῃ — δικαιοκρίτης righteous judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοκρίτα — δικαιοκρίτᾱ , δικαιοκρίτης righteous judge masc nom/voc/acc dual δικαιοκρίτης righteous judge masc voc sg δικαιοκρίτᾱ , δικαιοκρίτης righteous judge masc gen sg (doric aeolic) δικαιοκρίτης righteous judge masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
правосуд — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (δικαιοκριτής) праведный судия … Словарь церковнославянского языка
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
δικαιοκρισία — η (AM δικαιοκρισία) [δικαιοκρίτης] δίκαιη απόφαση, σωστή κρίση … Dictionary of Greek